Πως Θαυμαστά η Παναγία Ελεούσα, Ονομάστηκε «Άξιον Εστί» (από τις διηγήσεις του μακαριστού Γέροντος Ιωαννικίου Ανδρουλάκη).

Πως Θαυμαστά η Παναγία Ελεούσα, Ονομάστηκε «Άξιον Εστί» (από τις διηγήσεις του μακαριστού Γέροντος Ιωαννικίου Ανδρουλάκη).

Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

     Σήμερα η Εκκλησία μας εορτάζει και την Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου του «Άξιον Εστί» εν Αγίω Όρει. Είναι μία μεγάλη Θεομητορική εορτή αφού ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εμφανίστηκε και μετέδωσε τον ύμνο αφιερωμένο στην Θεοτόκο Παναγία.

    Ο Γέροντας Ιωαννίκιος Ανδρουλάκης,  υπεραγαπούσε, λάτρευε και δόξαζε την Παναγία καθημερινά. Για εμάς τους Μοναχούς έλεγε που φεύγουμε μικροί από τα σπίτια μας για να αφοσιωθούμε και να υπηρετήσουμε τον Πατέρα Θεό, είναι η Μάνα μας, σε Εκείνη τρέχουμε και προσευχόμαστε για ότι και αν μας συμβεί.

  Όταν μιλούσε για την Μάνα Παναγία η φωνή του γινόταν ακόμα πιο γλυκιά, τα λόγια του γεμάτα ευαισθησία, το πρόσωπο του έλαμπε, τα μάτια του μεγάλωναν, «οι περισσότεροι ύμνοι είναι αφιερωμένοι στην Παναγία την Πολυύμνητο», έλεγε  και με ιδιαίτερο ύφος που καθήλωνε όποιους τον άκουγαν, διηγούνταν το παρακάτω θαυμαστό περιστατικό:

      «Ένα μεγάλο γεγονός εξελίχθηκε στο Άγιο Όρος κοντά στις Καρυές σε ένα από τα κελιά στη Σκήτη του Πρωτάτου, όπου κατοικούσε ένας ταπεινός Ιερομόναχος Γέροντας με τον υποτακτικό του. Ένα βράδυ Σαββάτου ο Γέροντας αποφάσισε να πάει στην αγρυπνία στη Μονή και άφησε τον υποτακτικό στο κελί να διαβάσει την ακολουθία μόνος του.

     Όταν βράδιασε, κάποιος χτύπησε την πόρτα του κελιού. Την άνοιξε ο υποτακτικός και είδε κάποιον ξένο και άγνωστο Μοναχό, ο οποίος του ζήτησε να τον φιλοξενήσει εκείνη τη βραδιά όπως και έγινε. Είχε φθάσει η ώρα του όρθρου και μαζί σηκώθηκαν και έψαλλαν την ακολουθία. Όταν όμως ήλθαν στην «Τιμιωτέραν των Χερουβείμ…», ο υποτακτικός έψαλλε ως τέλους τον ύμνο, ενώ ο ξένος Μοναχός στάθηκε μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου και με ευλάβεια, ταπεινότητα και φόβο, κάνοντας άλλη αρχή του ύμνου τον έψαλλε ως εξής:

 

ξιον στιν ς ληθς,

μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον,

τήν ειμακάριστον καί παναμώμητον,

καί μητέρα το Θεο μν.

Αμέσως μετά συνέχισε να ψάλλει την Τιμιωτέραν, μέχρι τέλους.

Τήν τιμιωτέραν τν Χερουβείμ

καί νδοξοτέραν συγκρίτως τν Σεραφείμ

τήν διαφθόρως Θεόν Λόγον τεκοσαν,

τήν ντως Θεοτόκον,

σέ μεγαλύνομεν.

 

       Όταν το άκουσε αυτό ο υποτακτικός, ενθουσιάστηκε τόσο με το νέο ύμνο, όσο και με την Αγγελική φωνή του ξένου Μοναχού. Του είπε ότι  δεν είχε ακούσει ποτέ τον ύμνο αυτό και του ζήτησε να τον καταγράψει, για να μπορεί να τον ψέλνει και ο ίδιος στην Παναγία. Επειδή όμως ο υποτακτικός δεν είχε μελάνι και χαρτί, του έφερε μια πλάκα την οποία πήρε ο ξένος και έγραψε πάνω σ’ αυτήν με το δάκτυλο του τον ύμνο, «το Άξιον Εστίν». Και ώ του θαύματος!!! Τα γράμματα χαράχθηκαν τόσο βαθιά πάνω στην σκληρή πλάκα σαν να γράφτηκαν σε μαλακό πηλό.

     Ο ξένος παρέδωσε την πλάκα στον υποτακτικό που είχε μείνει εμβρόντητος και του είπε ότι από σήμερα και στο εξής, έτσι πρέπει να ψάλλετε αυτό τον ύμνο και εσείς, αλλά και όλοι οι Ορθόδοξοι στην Κυρία ημών Θεοτόκο, είπε ότι το λένε Γαβριήλ και εξαφανίστηκε. Ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, απεσταλμένος από τον Θεό, για να αποκαλύψει τον αγγελικό αυτό ύμνο στην ανθρωπότητα.  

     Αφού επέστρεψε ο Γέροντας στο κελί , ο υποτακτικός άρχισε να του διηγείται όσα συνέβησαν, του έψαλλε το Άξιον Εστίν και του έδειξε την πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα.   Αφού παρουσίασαν την πλάκα σε όλους τους Γέροντες του Όρους, την  έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη στον Πατριάρχη και σε επιστολή, του εξιστορούσαν όσα είχαν συμβεί. Από τότε και μετά ο Αγγελικός αυτός ύμνος διαδόθηκε σε όλη την Οικουμένη και ψάλλεται στη Θεομήτορα Παναγία από όλους τους Ορθοδόξους.

     Η εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας, που βρισκόταν στην Εκκλησία του κελιού στο οποίο έγινε αυτό το Θαύμα, με κοινή απόφαση των Πατέρων μεταφέρθηκε στο Ιερό Βήμα του Πρωτάτου. Την τοποθέτησαν πίσω από την Αγία Τράπεζα, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα, σαν σε θρόνο βασιλικό. Από τότε η Ιερά αυτή εικόνα πήρε την ονομασία του αγγελικού ύμνου «Άξιον Εστίν», επειδή μπροστά της ψάλθηκε για πρώτη φορά από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ ο ύμνος αυτός».