Ενδεικτικά, η καθημερινότητα και η διδασκαλία του Γέροντα

Αυτό που γίνεται στο κελί του είναι μοναδικό, θαυμαστό και παράδειγμα προς μίμηση για όσους αληθινά θέλουν να υπηρετούν την πίστη μας. Πιστοί από όλη τη χώρα και από το εξωτερικό όπως από Ρωσία, Καναδά, Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική, τον επισκέπτονται ή του τηλεφωνούν για να ζητήσουν την ευλογία του, να προσευχηθεί για αυτούς, να πάρουν το Θαυματουργό Λαδάκι του Αγίου ή για να τον ευχαριστήσουν για τη Χάρη που έλαβαν ή για το θαύμα που βίωσαν οι ίδιοι ή οικία τους πρόσωπα.

Οργανωμένες προσκυνηματικές εκδρομές με λεωφορεία από όλη την Κρήτη, ξένοι με συνοδεία διερμηνέων, ρασοφόροι από το Άγιο Όρος και όχι μόνο και το τηλέφωνο Του να χτυπά συνεχώς, με τον ίδιο να αναγνωρίζει στα περισσότερα, ακόμα και τους αριθμούς.

Πολλοί είναι εκείνοι που δεν κάνουν το παραμικρό αν πρώτα δεν ζητήσουν την ευλογία και τη γνώμη του και που ευλαβικά την υπακούουν, ή άλλοι πάλι που του τηλεφωνούν καθημερινά για να τον καλημερίσουν και να ζητήσουν την ευχή του.

Ο λόγος του είναι φωτισμένος, πατρικός, τόσο συναρπαστικός και κατανοητός, πλημυρισμένος από τα λόγια των Πατέρων και το Ιερό Ευαγγέλιο. Όλοι τον παρακολουθούν ευλαβικά, με προσήλωση και ρουφάνε σαν σφουγγάρι το κάθε τι, ενώ πολλοί είναι αυτοί που ομολογούν πως αυτά, δεν τα έχουν ακούσει πουθενά αλλού.

Το προορατικό του χάρισμα, έχει γίνει αντιληπτό από πάρα πολλούς. Προλέγει περισσότερο γεγονότα που αφορούν χωριστά το κάθε πνευματικό του παιδί και θα μπορούσε να γραφεί βιβλίο με τις αναρίθμητες περιπτώσεις, τις οποίες οι ίδιοι που τις βιώνουν τις ομολογούν και τον ευγνωμονούν που τους φύλαξε από το κακό.

Ρωτάει όλους, χωρίς διακρίσεις, «τι σχέση έχεις με το Θεό, είστε φίλοι, πιστεύεις, πας στην Εκκλησία, νηστεύεις, κοινωνάς;» και εξηγεί πως,

«Όταν έχεις ένα φίλο, δεν του λες καλημέρα; Πως θες να σε γνωρίζει και να είναι κοντά σου ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός όταν εσύ δεν κάνεις το λόγο Του, όταν εσύ δεν πας κοντά του»; Από τη στιγμή του Αγίου Βαπτίσματος όλοι έχουμε τη Θεία Χάρη και σύμφωνα με τον πνευματικό μας αγώνα, προσεγγίζουμε (στον όποιο βαθμό) την αγιότητα του Κυρίου ημών, ή απομακρυνόμαστε τελείως από Αυτόν».

Τις Κυριακές μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, δεκάδες πιστοί συγκεντρώνονται στην οικία του και όλοι μαζί σαν μία οικογένεια πίνουν τον καφέ με ότι καλούδια φέρνουν μαζί τους.

Ανάλογα με τον καιρό, κάθονται έξω στην αυλή με τα πολλά λουλούδια που ο ίδιος με μεράκι φύτεψε και φροντίζει, ή μέσα στο κελί του, που όσο και αν γεμίζει ασφυκτικά δεν τους χωράει όλους.

Μετά τον καφέ με τις λίγες κουβέντες από την καθημερινότητα και ίσως κάποια αστεία πειράγματα, ο Γέροντας αρχίζει την κατήχηση και δίνει απαντήσεις σε σχετικά ερωτήματα.

Αργά το μεσημέρι, περνούν στο μικρό Εκκλησάκι και αφού προσκυνήσουν τις εικόνες και τα Άγια Λείψανα, τους σταυρώνει με το λαδάκι από την ακοίμητη καντήλα του Αγίου, ενώ ψέλνουν όλοι μαζί τα Μεγαλυνάρια με το Απολυτίκιο Του και πάντα λέει ότι ενώ αυτός τα έγραψε, είναι σαν να τα ακούει πρώτη φορά.

Ακολουθούν ύμνοι και τροπάρια, στην Παναγία, σε Αγίους ενώ η ατμόσφαιρα που δημιουργείται είναι κατανυκτική και μοναδική.

Διδάσκει πως κάθε Κυριακή είναι ημέρα αφιερωμένη στο Θεό, πρέπει να εκκλησιαζόμαστε, να νηστεύουμε τις σαρακοστές καθώς Τετάρτες και Παρασκευές, να εξομολογούμαστε, να μην βλαστημούμε και να αγαπάμε τον Ιησού και την Παναγία, όπως αγαπάμε τους γονείς μας. Ούτε οι διάβολοι δεν βλαστημούν το Χριστό ή την Παναγία γιατί και οι ίδιοι φοβούνται τη κόλαση, επισημαίνει.

Για να έχουμε πάντα μαζί μας τον Χριστό και να ελπίζουμε στην Αιώνια Ζωή, θα πρέπει τουλάχιστον τρεις φορές κάθε μήνα να λαμβάνουμε τη Θεία Κοινωνία, «Ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ».

Η νηστεία δεν είναι τυχαία η πρώτη εντολή του Θεού, ο ίδιος ο Χριστός δεν έφαγε ποτέ κρέας, νήστεψε για 40 ημέρες πριν από την σταύρωση Του και μίλησε στους μαθητές Του για τη δύναμη που έχουν η προσευχή και η νηστεία, δύο απαραίτητα πνευματικά όπλα στον αγώνα κατά του διαβόλου.

Υπεραγαπά, λατρεύει και δοξάζει την Παναγία, αγκαλιά με το προσευχητάρι του καθημερινά ψάλλει τους Χαιρετισμούς Της και λέει πως δεν έχει σημασία το πόσο μεγάλες προσευχές θα λέμε, αλλά η λαχτάρα, η προσήλωση και η πραγματική αγάπη που πρέπει να έχουμε όταν προσευχόμαστε.

Μιλάει για Αυτήν και τα λόγια του είναι γεμάτα ευαισθησία, το πρόσωπο του λάμπει, τα μάτια του μεγαλώνουν, «οι περισσότεροι ύμνοι είναι αφιερωμένοι στην Παναγία την Πολυύμνητο» τονίζει και με ιδιαίτερο ύφος διηγείται την ακόλουθη αληθινή ιστορία:

«Ήταν ένας γράμματος Μοναχός σε ένα μεγάλο μοναστήρι και παρά τις προσπάθειες του, ήταν αδύνατον να μάθει έστω και μία προσευχή όπως όλοι οι υπόλοιποι Αδερφοί του και συνεχώς παραπονιόταν στην Παναγία για αυτή του την αδυναμία.

Μετά από καιρό με θεία φώτιση κατάφερε να μάθει μία μικρή προσευχή για την Παναγία και η χαρά του ήταν τόση μεγάλη που όλη την ημέρα την έψελνε δυνατά με όλη του την καρδιά και την αγάπη:

΄΄Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε, κεχαριτωμένη

Μαρία, ο Κύριος μετά σου, ευλογημένη συ εν

γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας

σου, ότι Σωτήρα έτεκες των ψυχών ημών.΄΄

Οι άλλοι Μοναχοί για να τον πειράξουν του έδωσαν το παρατσούκλι ΄΄ο Χαίρε Μαρία΄΄. Όταν εκείνος κοιμήθηκε, εννέα ημέρες μετά την ταφή φύτρωσε στον τάφο του ένας κρίνος που πάνω του έγραφε με χρυσά γράμματα το ΄΄Χαίρε Μαρία΄΄.

Ο Ηγούμενος που δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτό το γεγονός έδωσε εντολή να ανοίξουν τον τάφο όπου και διαπίστωσαν ότι οι ρίζες του κρίνου έβγαιναν από το στόμα του νεκρού.

Άνοιξαν το σώμα του και είδαν τις ρίζες να βγαίνουν μέσα από την καρδιά, άνοιξαν και την καρδιά και είδαν με έκπληξη, την Πλατυτέρα των Ουρανών».

Ο Θεός μας έπλασε όντα αυτόβουλα, μας έστειλε τον Υιό Του, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό που μας παρέδωσε τους νόμους και τον λόγο Του. Δεν έταξε ποτέ και σε κανένα ούτε θρόνο, ούτε προνόμια. Μας έδειξε τον δρόμο της σωτηρίας λέγοντας μας ότι εν τω κόσμο τούτο μόνο θλίψη έχετε. Δεν υποχρέωσε ποτέ κανένα να τον ακολουθήσει και είπε, όποιος θέλει οπίσω μου ελθεί και θυσιάστηκε για τον άνθρωπο μαρτυρικά, για να ανοίξει και να του χαρίσει ξανά, τις πύλες της αιώνιας ζωής, της πραγματικής ζωής.

Πρέπει να είμαστε ταπεινοί, οι στεναχώριες και η θλίψη στην πραγματικότητα θα μας οδηγήσουν στην αιώνια χαρά. Ακόμα και πτωχοί που είμαστε μπορούμε να κάνουμε πολλούς άλλους πλούσιους. Εμείς που δεν θα έχουμε τίποτα και όμως θα έχουμε τα πάντα, όπως έγραψε ο Απόστολος Παύλος στο προς Κορινθίου Β: «ώς λυπούμενοι αεί δέ χαίροντες, ώς πτωχοί πολλούς δέ πλουτίζοντες ώς μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες».

Μιλάει με ευλάβεια για την Ιεροσύνη, το έργο της, την αποστολή της και λυπάται πολύ, στεναχωριέται, για την σημερινή της εξέλιξη που την αναφέρει ως κατάντια και την χαρακτηρίζει ως προδοσία, ως εμπαιγμό προς τον Κύριο και λέει συγκεκριμένα: «εμείς οι Ιερείς φοράμε πάντα μαύρα γιατί πενθούμε την κοσμική ζωή που απαρνηθήκαμε για να υπηρετήσουμε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Δεν πρέπει να προκαλούμε, οφείλουμε να είμαστε σε όλες μας τις πράξεις μετρημένοι και συνετοί. Όταν κοιμηθούμε μας θάβουν με τα άμφια και αν είμαστε άξιοι, θα Λειτουργούμε στους ουρανούς».

Δίνει το παράδειγμα με την ασκητική και ταπεινή ζωή που ο ίδιος διάγει αθόρυβα μέσα στην κοινωνία και έχει γράψει συγκεκριμένα:

«Πάντα έλεγα στον εαυτόν μου, Ιωαννίκιε ταπείνου εαυτόν. Έχεις ένα κομμάτι ψωμί, λίγες ελιές και ένα ρούχο να σκεπάσεις το σώμα σου, αρκετά σου είναι. Είμαι αμαρτωλός το φωνάζω εν αλαλαγμό και φωνή σάλπιγγος. Είμαι το τίποτα. Ολιγότερο του μηδενός υπάρχω.

Είμαι ο των αμαρτωλών Αμαρτωλότερος. Αι αμαρτίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, και ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ’ εμέ διά τας αμαρτίας μου, ελεεινολογώ και κατακρίνω τον εαυτόν μου διά την κατάντια μου. Εν κλαθμώ και οδυρμό τύπτω το στήθος μου και την του Τελώνου φωνήν κραυγάζω. Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτολώ.»